Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insabbiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [insabˈbjare]

1 πασπαλίζω με άμμο
2 καλύπτω με άμμο
3 βάζω παράμερα
4 σκονίζω με άμμο
5 βάζω στο χρονοντούλαπο (της ιστορίας)
6 βάζω υπόθεση στο αρχείο
7 φράζω με λάσπη ποταμού

insabbiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [insabˈbjarsi]

1 καλύπτομαι με άμμο
2 φράζομαι με εναπόθεση λάσπης
3 μένω στο ράφι
4 θάβομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insabbiamento insaccamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inquisitore (ουσ αρσ )
inquisitore (επίθ.)
inquisitorio (επίθ.)
inquisizione (θηλ.ουσ)
insabbiamento (ουσ αρσ )
insabbiare (ρ. μτβ.)
insabbiarsi (ρ.μ. (αντων.))
insaccamento (ουσ αρσ )
insaccare (ρ. μτβ.)
insaccarsi (ρ.μ. (αντων.))
insaccata (θηλ.ουσ)
insaccati (ουσ αρσ πληθ.)
insaccatore (αρσ. επίθ και ουσ)
insaccatrice (θηλ.ουσ)
insaccatura (θηλ.ουσ)
insacchettare (ρ. μτβ.)
insacchettatrice (θηλ.ουσ)
insalata (θηλ.ουσ)
insalatiera (θηλ.ουσ)
insaldare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---