ItalianoGreco


insabbiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [insabˈbjare]

1 πασπαλίζω με άμμο
2 καλύπτω με άμμο
3 βάζω παράμερα
4 σκονίζω με άμμο
5 βάζω στο χρονοντούλαπο (της ιστορίας)
6 βάζω υπόθεση στο αρχείο
7 φράζω με λάσπη ποταμού

insabbiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [insabˈbjarsi]

1 καλύπτομαι με άμμο
2 φράζομαι με εναπόθεση λάσπης
3 μένω στο ράφι
4 θάβομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---