Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inquartatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkwartaˈtura]

χωρισμός θυρεού σε 4 ίσα μέρη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inquartato inquietante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

in quanto (επίρ.)
inquantoché (σύνδ.)
inquartare (ρ. μτβ.)
inquartata (θηλ.ουσ)
inquartato (επίθ.)
inquartatura (θηλ.ουσ)
inquietante (επίθ.)
inquietare (ρ. μτβ.)
inquietarsi (ρ.μ. (αντων.))
inquieto (επίθ.)
inquietudine (θηλ.ουσ)
inquilino (ουσ αρσ )
inquinamento (ουσ αρσ )
inquinante (αρσ. επίθ και ουσ)
inquinare (ρ. μτβ.)
inquinato (επίθ.)
inquirente (ουσ αρσ και θηλ.)
inquirente (επίθ.)
inquisire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inquisitivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---