Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inquietàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkwjeˈtare]

1 προκαλώ ανησυχία
2 ταράζω

inquietarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inkwjeˈtarsi]

1 ταράζομαι
2 αγωνιώ
3 ανησυχώ
4 θυμώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inquietante inquieto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inquartare (ρ. μτβ.)
inquartata (θηλ.ουσ)
inquartato (επίθ.)
inquartatura (θηλ.ουσ)
inquietante (επίθ.)
inquietare (ρ. μτβ.)
inquietarsi (ρ.μ. (αντων.))
inquieto (επίθ.)
inquietudine (θηλ.ουσ)
inquilino (ουσ αρσ )
inquinamento (ουσ αρσ )
inquinante (αρσ. επίθ και ουσ)
inquinare (ρ. μτβ.)
inquinato (επίθ.)
inquirente (ουσ αρσ και θηλ.)
inquirente (επίθ.)
inquisire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inquisitivo (επίθ.)
inquisitore (ουσ αρσ )
inquisitore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---