Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inquartàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkwarˈtare]

1 τοποθετώ οικόσημο στο ένα τέταρτο του θυρεού
2 χωρίζω σε τέσσερα τμήματα τον θυρεό (για τοποθέτηση διαφορετικών οικόσημων)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inquantoché inquartata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inquadratura (θηλ.ουσ)
inqualificabile (επίθ.)
inquanto (σύνδ.)
in quanto (επίρ.)
inquantoché (σύνδ.)
inquartare (ρ. μτβ.)
inquartata (θηλ.ουσ)
inquartato (επίθ.)
inquartatura (θηλ.ουσ)
inquietante (επίθ.)
inquietare (ρ. μτβ.)
inquietarsi (ρ.μ. (αντων.))
inquieto (επίθ.)
inquietudine (θηλ.ουσ)
inquilino (ουσ αρσ )
inquinamento (ουσ αρσ )
inquinante (αρσ. επίθ και ουσ)
inquinare (ρ. μτβ.)
inquinato (επίθ.)
inquirente (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---