Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inquadratùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkwadraˈtura]

1 καδράρισμα
2 πλαισίωση
3 ένταξη
4 καρέ λήψης φωτογραφικής ή κινηματογραφικής
5 φωτογραφική πόζα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inquadrarsi inqualificabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inottavo (επίθ.)
inottusire (ρ.αμτβ.)
inottusire (ρ. μτβ.)
inquadramento (ουσ αρσ )
inquadrarsi (ρ.μ. (αντων.))
inquadratura (θηλ.ουσ)
inqualificabile (επίθ.)
inquanto (σύνδ.)
in quanto (επίρ.)
inquantoché (σύνδ.)
inquartare (ρ. μτβ.)
inquartata (θηλ.ουσ)
inquartato (επίθ.)
inquartatura (θηλ.ουσ)
inquietante (επίθ.)
inquietare (ρ. μτβ.)
inquietarsi (ρ.μ. (αντων.))
inquieto (επίθ.)
inquietudine (θηλ.ουσ)
inquilino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---