Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inosservàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inosserˈvabile]

1 που δεν μπορεί να τηρηθεί
2 που δεν μπορείς να συμμορφωθείς με


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inospite inosservante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inorridire (ρ. μτβ.)
inosabile (επίθ.)
inospitale (επίθ.)
inospitalità (θηλ.ουσ)
inospite (επίθ.)
inosservabile (επίθ.)
inosservante (επίθ.)
inosservanza (θηλ.ουσ)
inosservato (επίθ.)
inossidabile (επίθ.)
inottavo (επίθ.)
inottusire (ρ.αμτβ.)
inottusire (ρ. μτβ.)
inquadramento (ουσ αρσ )
inquadrarsi (ρ.μ. (αντων.))
inquadratura (θηλ.ουσ)
inqualificabile (επίθ.)
inquanto (σύνδ.)
in quanto (επίρ.)
inquantoché (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---