Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inospitalità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inospitaliˈta]

1 μισοξενία
2 αξενία
3 αφιλοξενία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inospitale inospite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inorpellare (ρ. μτβ.)
inorridire (ρ.αμτβ.)
inorridire (ρ. μτβ.)
inosabile (επίθ.)
inospitale (επίθ.)
inospitalità (θηλ.ουσ)
inospite (επίθ.)
inosservabile (επίθ.)
inosservante (επίθ.)
inosservanza (θηλ.ουσ)
inosservato (επίθ.)
inossidabile (επίθ.)
inottavo (επίθ.)
inottusire (ρ.αμτβ.)
inottusire (ρ. μτβ.)
inquadramento (ουσ αρσ )
inquadrarsi (ρ.μ. (αντων.))
inquadratura (θηλ.ουσ)
inqualificabile (επίθ.)
inquanto (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---