Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inorgoglìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inorgoʎˈʎito]

1 αγέρωχος
2 ξιπασμένος
3 περήφανος
4 ακατάδεχτος
5 αλαζόνας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inorgoglirsi inorpellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inorganicità (θηλ.ουσ)
inorganico (επίθ.)
inorgoglire (ρ.αμτβ.)
inorgoglire (ρ. μτβ.)
inorgoglirsi (ρ.μ. (αντων.))
inorgoglito (επίθ.)
inorpellare (ρ. μτβ.)
inorridire (ρ.αμτβ.)
inorridire (ρ. μτβ.)
inosabile (επίθ.)
inospitale (επίθ.)
inospitalità (θηλ.ουσ)
inospite (επίθ.)
inosservabile (επίθ.)
inosservante (επίθ.)
inosservanza (θηλ.ουσ)
inosservato (επίθ.)
inossidabile (επίθ.)
inottavo (επίθ.)
inottusire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---