Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinoperànte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inopeˈrante] 1 εκτός λειτουργίας 2 χαλασμένος 3 σαραβαλιασμένος 4 σκάρτος 5 μη ισχύων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |