Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inòpia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [iˈnɔpja]

1 φτώχεια
2 ανέχεια
3 ένδεια
4 φτώχεια μεγάλη
5 πενία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inoperoso inopinabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inonorato (επίθ.)
inoperabile (επίθ.)
inoperante (επίθ.)
inoperosità (θηλ.ουσ)
inoperoso (επίθ.)
inopia (θηλ.ουσ)
inopinabile (επίθ.)
inopinato (επίθ.)
inopportunità (θηλ.ουσ)
inopportuno (επίθ.)
inoppugnabile (επίθ.)
inoppugnabilità (θηλ.ουσ)
inorganicità (θηλ.ουσ)
inorganico (επίθ.)
inorgoglire (ρ.αμτβ.)
inorgoglire (ρ. μτβ.)
inorgoglirsi (ρ.μ. (αντων.))
inorgoglito (επίθ.)
inorpellare (ρ. μτβ.)
inorridire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---