Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inondazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inondatˈtsjone]

η πλημμύρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inondato inonorato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inoltre (επίρ.)
inoltro (ουσ αρσ )
inombrare (ρ. μτβ.)
inondare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inondato (αρσ. επίθ και ουσ)
inondazione (θηλ.ουσ)
inonorato (επίθ.)
inoperabile (επίθ.)
inoperante (επίθ.)
inoperosità (θηλ.ουσ)
inoperoso (επίθ.)
inopia (θηλ.ουσ)
inopinabile (επίθ.)
inopinato (επίθ.)
inopportunità (θηλ.ουσ)
inopportuno (επίθ.)
inoppugnabile (επίθ.)
inoppugnabilità (θηλ.ουσ)
inorganicità (θηλ.ουσ)
inorganico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---