Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inóltro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [iˈnoltro]

1 μεταβίβαση
2 προώθηση
3 διαβίβαση
4 πέρασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inoltre inombrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inofficioso (επίθ.)
inoltrare (ρ. μτβ.)
inoltrarsi (ρ.μ. (αντων.))
inoltrato (επίθ.)
inoltre (επίρ.)
inoltro (ουσ αρσ )
inombrare (ρ. μτβ.)
inondare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inondato (αρσ. επίθ και ουσ)
inondazione (θηλ.ουσ)
inonorato (επίθ.)
inoperabile (επίθ.)
inoperante (επίθ.)
inoperosità (θηλ.ουσ)
inoperoso (επίθ.)
inopia (θηλ.ουσ)
inopinabile (επίθ.)
inopinato (επίθ.)
inopportunità (θηλ.ουσ)
inopportuno (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---