Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinoculàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [inokuˈlare] 1 σπέρνω τους σπόρους του 2 εμβολιάζω 3 μπολιάζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |