Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inodóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inoˈdore]

άοσμος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inoculazione inodoro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inoccupazione (θηλ.ουσ)
inoculabile (επίθ.)
inoculabilità (θηλ.ουσ)
inoculare (ρ. μτβ.)
inoculazione (θηλ.ουσ)
inodore (επίθ.)
inodoro (επίθ.)
inoffensivo (επίθ.)
inofficioso (επίθ.)
inoltrare (ρ. μτβ.)
inoltrarsi (ρ.μ. (αντων.))
inoltrato (επίθ.)
inoltre (επίρ.)
inoltro (ουσ αρσ )
inombrare (ρ. μτβ.)
inondare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inondato (αρσ. επίθ και ουσ)
inondazione (θηλ.ουσ)
inonorato (επίθ.)
inoperabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---