Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


innovazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [innovatˈtsjone]

1 μοντερνισμός
2 νεωτερισμός
3 καινοτομία
4 μόδα
5 συρμός
6 πρωτοτυπία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  innovatore innumerabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

innominato (αρσ. επίθ και ουσ)
innovamento (ουσ αρσ )
innovare (ρ. μτβ.)
innovatore (ουσ αρσ )
innovatore (επίθ.)
innovazione (θηλ.ουσ)
innumerabile (επίθ.)
innumerabilità (θηλ.ουσ)
innumere (επίθ.)
innumerevole (επίθ.)
inoccultabile (επίθ.)
inoccupazione (θηλ.ουσ)
inoculabile (επίθ.)
inoculabilità (θηλ.ουσ)
inoculare (ρ. μτβ.)
inoculazione (θηλ.ουσ)
inodore (επίθ.)
inodoro (επίθ.)
inoffensivo (επίθ.)
inofficioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---