Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


innùmere  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inˈnumere]

αναρίθμητος (χρησιμοποίησε καλύτερα το innumerevole)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  innumerabilità innumerevole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

innovatore (ουσ αρσ )
innovatore (επίθ.)
innovazione (θηλ.ουσ)
innumerabile (επίθ.)
innumerabilità (θηλ.ουσ)
innumere (επίθ.)
innumerevole (επίθ.)
inoccultabile (επίθ.)
inoccupazione (θηλ.ουσ)
inoculabile (επίθ.)
inoculabilità (θηλ.ουσ)
inoculare (ρ. μτβ.)
inoculazione (θηλ.ουσ)
inodore (επίθ.)
inodoro (επίθ.)
inoffensivo (επίθ.)
inofficioso (επίθ.)
inoltrare (ρ. μτβ.)
inoltrarsi (ρ.μ. (αντων.))
inoltrato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---