Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ìnno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈinno]

ο ύμνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  innevato innocente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


inno [αρσ.] nazionale = ο εθνικός ύμνος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

innestatore (αρσ. επίθ και ουσ)
innestatura (θηλ.ουσ)
innesto (ουσ αρσ )
innevamento (ουσ αρσ )
innevato (επίθ.)
inno (ουσ αρσ )
innocente (ουσ αρσ και θηλ.)
innocente (επίθ.)
innocentismo (ουσ αρσ )
innocentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
innocenza (θηλ.ουσ)
Innocenzo (κύρ.όν. αρσ.)
innocuità (θηλ.ουσ)
innocuo (επίθ.)
innodia (θηλ.ουσ)
innografia (θηλ.ουσ)
innografo (ουσ αρσ )
innologia (θηλ.ουσ)
innologo (ουσ αρσ )
innominabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---