ItalianoGreco


innestàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [innesˈtare]

1 μεταμοσχεύω
2 εμβολιάζω
3 ενοφθαλμίζω
4 εμβάλλω
5 μοσχεύω
6 καλυτερεύω φυτό με μπόλι
7 συμπλέκω (ταχύτητες)
8 συνδέω σε λήψη

innestarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [innesˈtarsi]

1 μεταμοσχεύομαι
2 παρεμβάλλομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---