Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


innervàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [innerˈvare]

Νευρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inneggiatore innervazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

innavigabile (επίθ.)
innavigabilità (θηλ.ουσ)
innegabile (επίθ.)
inneggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inneggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
innervare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
innervazione (θηλ.ουσ)
innervosire (ρ. μτβ.)
innervosirsi (ρ.μ. (αντων.))
innescamento (ουσ αρσ )
innescare (ρ. μτβ.)
innesco (ουσ αρσ )
innestare (ρ. μτβ.)
innestarsi (ρ.μ. (αντων.))
innestatoio (ουσ αρσ )
innestatore (αρσ. επίθ και ουσ)
innestatura (θηλ.ουσ)
innesto (ουσ αρσ )
innevamento (ουσ αρσ )
innevato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---