Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


innanzitùtto  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [innantsiˈtutto]

πρώτα-πρώτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  innanzi innario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

innamorato (ουσ αρσ )
innamorato (επίθ.)
innanzi (επίθ.)
innanzi (πρόθ.)
innanzi (επίρ.)
innanzitutto (επίρ.)
innario (ουσ αρσ )
innaspare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
innato (επίθ.)
innaturale (επίθ.)
innavigabile (επίθ.)
innavigabilità (θηλ.ουσ)
innegabile (επίθ.)
inneggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inneggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
innervare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
innervazione (θηλ.ουσ)
innervosire (ρ. μτβ.)
innervosirsi (ρ.μ. (αντων.))
innescamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---