Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


innamoràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [innamoˈrato]

ο ερωτευμένος (-η)

innamoràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [innamoˈrato]

αγαπητικός (-ή, -ό), ερωτευμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  innamorata innanzi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

innalzare (ρ. μτβ.)
innamoramento (ουσ αρσ )
innamorare (ρ. μτβ.)
innamorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
innamorata (θηλ.ουσ)
innamorato (ουσ αρσ )
innamorato (επίθ.)
innanzi (επίθ.)
innanzi (πρόθ.)
innanzi (επίρ.)
innanzitutto (επίρ.)
innario (ουσ αρσ )
innaspare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
innato (επίθ.)
innaturale (επίθ.)
innavigabile (επίθ.)
innavigabilità (θηλ.ουσ)
innegabile (επίθ.)
inneggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inneggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---