Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inimitàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inimiˈtabile]

1 εξαιρετικός
2 απαράμιλλος
3 ασύγκριτος
4 αμίμητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inimico inimitabilmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iniezione (θηλ.ουσ)
inimicare (ρ. μτβ.)
inimicarsi (ρ.μ. (αντων.))
inimicizia (θηλ.ουσ)
inimico (αρσ. επίθ και ουσ)
inimitabile (επίθ.)
inimitabilmente (επίρ.)
inimmaginabile (επίθ.)
ininfiammabile (επίθ.)
inintelligibile (επίθ.)
inintelligibilità (θηλ.ουσ)
inintelligibilmente (επίρ.)
inintermediari (επίρ.)
ininterrottamente (επίρ.)
ininterrotto (επίθ.)
iniquità (θηλ.ουσ)
iniquo (ουσ αρσ )
iniquo (επίθ.)
iniziale (θηλ.ουσ)
iniziale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---