Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόiniezióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [injetˈtsjone] η ένεση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαmotore [αρσ.] a iniezione = ο κινητήρας ψεκασμού Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |