Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inimicàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inimiˈkare]

1 απαλλοτριώνω
2 αποξενώνω
3 αλλοτριώνω
4 καθιστώ εχθρό

inimicarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inimiˈkarsi]

1 δημιουργώ εχθρότητα με κάποιον
2 κάνω εχθρό κάποιον
3 παρεξηγούμαι με κάποιον
4 φέρομαι εχθρικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  iniezione inimicizia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inidoneo (επίθ.)
iniettabile (επίθ.)
iniettare (ρ. μτβ.)
iniettore (ουσ αρσ )
iniezione (θηλ.ουσ)
inimicare (ρ. μτβ.)
inimicarsi (ρ.μ. (αντων.))
inimicizia (θηλ.ουσ)
inimico (αρσ. επίθ και ουσ)
inimitabile (επίθ.)
inimitabilmente (επίρ.)
inimmaginabile (επίθ.)
ininfiammabile (επίθ.)
inintelligibile (επίθ.)
inintelligibilità (θηλ.ουσ)
inintelligibilmente (επίρ.)
inintermediari (επίρ.)
ininterrottamente (επίρ.)
ininterrotto (επίθ.)
iniquità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---