Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inimicìzia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inimiˈʧittsja]

1 εχθρότητα
2 εχθροπραξία
3 έχθρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inimicarsi inimico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iniettare (ρ. μτβ.)
iniettore (ουσ αρσ )
iniezione (θηλ.ουσ)
inimicare (ρ. μτβ.)
inimicarsi (ρ.μ. (αντων.))
inimicizia (θηλ.ουσ)
inimico (αρσ. επίθ και ουσ)
inimitabile (επίθ.)
inimitabilmente (επίρ.)
inimmaginabile (επίθ.)
ininfiammabile (επίθ.)
inintelligibile (επίθ.)
inintelligibilità (θηλ.ουσ)
inintelligibilmente (επίρ.)
inintermediari (επίρ.)
ininterrottamente (επίρ.)
ininterrotto (επίθ.)
iniquità (θηλ.ουσ)
iniquo (ουσ αρσ )
iniquo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---