Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


iniettàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [injetˈtabile]

Εγχύσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inidoneo iniettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inibitore (επίθ.)
inibitorio (επίθ.)
inibizione (θηλ.ουσ)
inidoneità (θηλ.ουσ)
inidoneo (επίθ.)
iniettabile (επίθ.)
iniettare (ρ. μτβ.)
iniettore (ουσ αρσ )
iniezione (θηλ.ουσ)
inimicare (ρ. μτβ.)
inimicarsi (ρ.μ. (αντων.))
inimicizia (θηλ.ουσ)
inimico (αρσ. επίθ και ουσ)
inimitabile (επίθ.)
inimitabilmente (επίρ.)
inimmaginabile (επίθ.)
ininfiammabile (επίθ.)
inintelligibile (επίθ.)
inintelligibilità (θηλ.ουσ)
inintelligibilmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---