Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inibìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [iniˈbire]

1 δεσμεύω
2 απαγορεύω
3 αναχαιτίζω
4 αποκλείω
5 εμποδίζω
6 ανακόπτω
7 αποτρέπω
8 αναστέλλω
9 ασκώ προληπτική δράση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingurgitare inibito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inguantato (επίθ.)
inguaribile (επίθ.)
inguinale (επίθ.)
inguine (ουσ αρσ )
ingurgitare (ρ. μτβ.)
inibire (ρ. μτβ.)
inibito (επίθ.)
inibitore (ουσ αρσ )
inibitore (επίθ.)
inibitorio (επίθ.)
inibizione (θηλ.ουσ)
inidoneità (θηλ.ουσ)
inidoneo (επίθ.)
iniettabile (επίθ.)
iniettare (ρ. μτβ.)
iniettore (ουσ αρσ )
iniezione (θηλ.ουσ)
inimicare (ρ. μτβ.)
inimicarsi (ρ.μ. (αντων.))
inimicizia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---