Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinguainàre, inguainàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ingwaiˈnare], [ingwajˈnare] 1 επικαλύπτω 2 βάζω (ξίφος) στη θήκη 3 επενδύω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |