Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inguaiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ingwaˈjare]

δημιουργώ φασαρία

inguaiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ingwaˈjarsi]

μπλέκομαι σε φασαρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inguadabile inguainare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingrullire (ρ.αμτβ.)
ingrullire (ρ. μτβ.)
ingruppare (ρ. μτβ.)
ingrupparsi (ρ.μ. (αντων.))
inguadabile (επίθ.)
inguaiare (ρ. μτβ.)
inguaiarsi (ρ.μ. (αντων.))
inguainare (ρ. μτβ.)
ingualcibile (επίθ.)
ingualdrappare (ρ. μτβ.)
inguantare (ρ. μτβ.)
inguantarsi (ρ.μ. (αντων.))
inguantato (επίθ.)
inguaribile (επίθ.)
inguinale (επίθ.)
inguine (ουσ αρσ )
ingurgitare (ρ. μτβ.)
inibire (ρ. μτβ.)
inibito (επίθ.)
inibitore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---