Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinguaiàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ingwaˈjare] δημιουργώ φασαρία inguaiarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [ingwaˈjarsi] μπλέκομαι σε φασαρία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |