Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingualcìbile
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ingwalˈʧibile] 1 ατσαλάκωτος 2 που δεν ζαρώνει permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |