Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingrullìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ingrulˈlire]

1 ξεκουτιαίνω
2 αποβλακώνομαι
3 ξεμωραίνομαι
4 κλουβιάζω
5 κουρκουτιάζω
6 κουτιαίνω

ingrullìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ingrulˈlire]

1 μωραίνω
2 αποκουτιαίνω
3 ζαβώνω
4 απομωραίνω
5 ζαβλακώνω
6 χαζεύω
7 κουτιαίνω
8 αποβλακώνω
9 ξεκουτιαίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingrugnito ingruppare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingrugnarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingrugnato (επίθ.)
ingrugnatura (θηλ.ουσ)
ingrugnire (ρ.αμτβ.)
ingrugnito (επίθ.)
ingrullire (ρ.αμτβ.)
ingrullire (ρ. μτβ.)
ingruppare (ρ. μτβ.)
ingrupparsi (ρ.μ. (αντων.))
inguadabile (επίθ.)
inguaiare (ρ. μτβ.)
inguaiarsi (ρ.μ. (αντων.))
inguainare (ρ. μτβ.)
ingualcibile (επίθ.)
ingualdrappare (ρ. μτβ.)
inguantare (ρ. μτβ.)
inguantarsi (ρ.μ. (αντων.))
inguantato (επίθ.)
inguaribile (επίθ.)
inguinale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---