Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingrugnàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ingruɲˈɲato]

1 σκυθρωπός
2 αγέλαστος
3 κατηφής
4 βλοσυρός
5 σύνοφρυς
6 κακοδιάθετος
7 σκουντούφλης
8 μουτρωμένος
9 κατσούφης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingrugnarsi ingrugnatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingrossatura (θηλ.ουσ)
ingrosso (ουσ αρσ )
ingrottare (ρ. μτβ.)
ingrugnare (ρ.αμτβ.)
ingrugnarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingrugnato (επίθ.)
ingrugnatura (θηλ.ουσ)
ingrugnire (ρ.αμτβ.)
ingrugnito (επίθ.)
ingrullire (ρ.αμτβ.)
ingrullire (ρ. μτβ.)
ingruppare (ρ. μτβ.)
ingrupparsi (ρ.μ. (αντων.))
inguadabile (επίθ.)
inguaiare (ρ. μτβ.)
inguaiarsi (ρ.μ. (αντων.))
inguainare (ρ. μτβ.)
ingualcibile (επίθ.)
ingualdrappare (ρ. μτβ.)
inguantare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---