Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingrugnàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ingruɲˈɲare]

1 σκυθρωπιάζω
2 κατσουφιάζω
3 στραβομουτσουνιάζω
4 σκουντουφλιάζω

ingrugnarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ingruɲˈɲarsi]

1 στραβομουτσουνιάζω
2 σκυθρωπιάζω
3 κατσουφιάζω
4 σκουντουφλιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingrottare ingrugnato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingrossare (ρ. μτβ.)
ingrossarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingrossatura (θηλ.ουσ)
ingrosso (ουσ αρσ )
ingrottare (ρ. μτβ.)
ingrugnare (ρ.αμτβ.)
ingrugnarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingrugnato (επίθ.)
ingrugnatura (θηλ.ουσ)
ingrugnire (ρ.αμτβ.)
ingrugnito (επίθ.)
ingrullire (ρ.αμτβ.)
ingrullire (ρ. μτβ.)
ingruppare (ρ. μτβ.)
ingrupparsi (ρ.μ. (αντων.))
inguadabile (επίθ.)
inguaiare (ρ. μτβ.)
inguaiarsi (ρ.μ. (αντων.))
inguainare (ρ. μτβ.)
ingualcibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---