Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingrossatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ingrossaˈtura] 1 διόγκωση 2 ανύψωση 3 επέκταση 4 μεγάλωμα 5 μεγέθυνση 6 πάχυνση 7 αύξηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |