Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingrossaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ingrossaˈmento]

1 μεγέθυνση
2 επέκταση
3 μεγάλωμα
4 ανύψωση
5 πάχυνση
6 διόγκωση
7 αύξηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingroppare ingrossare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingrognare (ρ.αμτβ.)
ingrognato (επίθ.)
ingrommare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingrommarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingroppare (ρ. μτβ.)
ingrossamento (ουσ αρσ )
ingrossare (ρ.αμτβ.)
ingrossare (ρ. μτβ.)
ingrossarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingrossatura (θηλ.ουσ)
ingrosso (ουσ αρσ )
ingrottare (ρ. μτβ.)
ingrugnare (ρ.αμτβ.)
ingrugnarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingrugnato (επίθ.)
ingrugnatura (θηλ.ουσ)
ingrugnire (ρ.αμτβ.)
ingrugnito (επίθ.)
ingrullire (ρ.αμτβ.)
ingrullire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---