Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingrinzìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ingrinˈtsire]

Ζαρώνω

ingrinzirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ingrinˈtsirsi]

Ζαρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingresso ingrognare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingravidarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingraziarsi (ρ. μ. μτβ.)
ingrediente (ουσ αρσ )
ingressivo (αρσ. επίθ και ουσ)
ingresso (ουσ αρσ )
ingrinzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingrinzirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingrognare (ρ.αμτβ.)
ingrognato (επίθ.)
ingrommare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingrommarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingroppare (ρ. μτβ.)
ingrossamento (ουσ αρσ )
ingrossare (ρ.αμτβ.)
ingrossare (ρ. μτβ.)
ingrossarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingrossatura (θηλ.ουσ)
ingrosso (ουσ αρσ )
ingrottare (ρ. μτβ.)
ingrugnare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---