Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingrediènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ingreˈdjɛnte]

το υλικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingraziarsi ingressivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingrato (επίθ.)
ingravidare (ρ.αμτβ.)
ingravidare (ρ. μτβ.)
ingravidarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingraziarsi (ρ. μ. μτβ.)
ingrediente (ουσ αρσ )
ingressivo (αρσ. επίθ και ουσ)
ingresso (ουσ αρσ )
ingrinzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingrinzirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingrognare (ρ.αμτβ.)
ingrognato (επίθ.)
ingrommare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingrommarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingroppare (ρ. μτβ.)
ingrossamento (ουσ αρσ )
ingrossare (ρ.αμτβ.)
ingrossare (ρ. μτβ.)
ingrossarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingrossatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---