Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingràto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inˈgrato] 1 αγνώμονας άνθρωπος 2 γαὶδούρι ingràto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inˈgrato] 1 δυσάρεστος 2 αγνώμονας 3 δύσκολος 4 αποκρουστικός 5 αχάριστος 6 αντιπαθητικός 7 πενιχρός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |