ingràto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [inˈgrato]
1 αγνώμονας άνθρωπος
2 γαὶδούρι
ingràto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [inˈgrato]
1 δυσάρεστος
2 αγνώμονας
3 δύσκολος
4 αποκρουστικός
5 αχάριστος
6 αντιπαθητικός
7 πενιχρός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [inˈgrato]
1 αγνώμονας άνθρωπος
2 γαὶδούρι
ingràto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [inˈgrato]
1 δυσάρεστος
2 αγνώμονας
3 δύσκολος
4 αποκρουστικός
5 αχάριστος
6 αντιπαθητικός
7 πενιχρός
permalink
ingrato (ουσ αρσ )
ingrato (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android