Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingraticciàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ingratitˈʧata] 1 όρθιο δικτυωτό 2 κατασκευή δικτυωτή 3 καφασωτό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |