Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingràsso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inˈgrasso] 1 πάχυνση 2 λίπασμα 3 φούσκισμα 4 λίπανση 5 κόπρισμα 6 κοπριά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |