Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingràsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈgrasso]

1 πάχυνση
2 λίπασμα
3 φούσκισμα
4 λίπανση
5 κόπρισμα
6 κοπριά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingrassatura ingraticciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingrassare (ρ. μτβ.)
ingrassarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingrassatore (ουσ αρσ )
ingrassatore (επίθ.)
ingrassatura (θηλ.ουσ)
ingrasso (ουσ αρσ )
ingraticciare (ρ. μτβ.)
ingraticciata (θηλ.ουσ)
ingraticolare (ρ. μτβ.)
ingratitudine (θηλ.ουσ)
ingrato (ουσ αρσ )
ingrato (επίθ.)
ingravidare (ρ.αμτβ.)
ingravidare (ρ. μτβ.)
ingravidarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingraziarsi (ρ. μ. μτβ.)
ingrediente (ουσ αρσ )
ingressivo (αρσ. επίθ και ουσ)
ingresso (ουσ αρσ )
ingrinzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---