Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingrandiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ingrandiˈmento] η μεγέθυνση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαlente [θηλ.] d'ingrandimento = ο μεγεθυντικός φακός Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |