Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingranchìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ingranˈkire] 1 αδρανοποιώ 2 ναρκώνω ingranchìrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ingranˈkirsi] Ναρκώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |