Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingolosìre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ingoloˈsire] 1 αρέσω (σε) 2 γίνομαι λαίμαργος ingolosìre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ingoloˈsire] 1 κάνω να τρέχουν τα σάλια κάποιου 2 ανοίγω την όρεξη κάποιου 3 κάνω κάποιον λαίμαργο 4 δελεάζω ingolosirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [ingoloˈsirsi] 1 γίνομαι λαίμαργος 2 αρέσω (σε) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |