Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingoffìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ingofˈfire]

γίνομαι σκαιός

ingoffìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ingofˈfire]

κάνω κάποιον αδέξιο

ingoffirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ingofˈfirsi]

γίνομαι σκαιός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingobbirsi ingoiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inglobare (ρ. μτβ.)
inglorioso (επίθ.)
ingluvie (θηλ.ουσ)
ingobbire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingobbirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingoffire (ρ.αμτβ.)
ingoffire (ρ. μτβ.)
ingoffirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingoiare (ρ. μτβ.)
ingolfamento (ουσ αρσ )
ingolfare (ρ. μτβ.)
ingolfarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ingollare (ρ. μτβ.)
ingolosire (ρ.αμτβ.)
ingolosire (ρ. μτβ.)
ingolosirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingombrante (επίθ.)
ingombrare (ρ. μτβ.)
ingombro (ουσ αρσ )
ingombro (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---