Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inglùvie  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inˈgluvje]

πρόλοβος πτηνών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inglorioso ingobbire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inglese (ουσ αρσ και θηλ.)
inglese (επίθ.)
inglesismo (ουσ αρσ )
inglobare (ρ. μτβ.)
inglorioso (επίθ.)
ingluvie (θηλ.ουσ)
ingobbire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingobbirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingoffire (ρ.αμτβ.)
ingoffire (ρ. μτβ.)
ingoffirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingoiare (ρ. μτβ.)
ingolfamento (ουσ αρσ )
ingolfare (ρ. μτβ.)
ingolfarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ingollare (ρ. μτβ.)
ingolosire (ρ.αμτβ.)
ingolosire (ρ. μτβ.)
ingolosirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingombrante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---