Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingiurióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inʤuˈrjoso], [inʤuˈrjozo]

1 υβριστικός
2 προσβλητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingiuriarsi ingiustificabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingiuntivo (αρσ. επίθ και ουσ)
ingiunzione (θηλ.ουσ)
ingiuria (θηλ.ουσ)
ingiuriare (ρ. μτβ.)
ingiuriarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingiurioso (επίθ.)
ingiustificabile (επίθ.)
ingiustificato (επίθ.)
ingiustizia (θηλ.ουσ)
ingiusto (ουσ αρσ )
ingiusto (επίθ.)
inglese (ουσ αρσ και θηλ.)
inglese (επίθ.)
inglesismo (ουσ αρσ )
inglobare (ρ. μτβ.)
inglorioso (επίθ.)
ingluvie (θηλ.ουσ)
ingobbire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingobbirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingoffire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---