Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingiunzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inʤunˈtsjone]

1 εντολή
2 νουθεσία
3 πρόσταγμα
4 διαταγή
5 οδηγία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingiuntivo ingiuria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingioiellato (επίθ.)
ingiù (επίθ.)
ingiudicato (επίθ.)
ingiungere (ρ. μτβ.)
ingiuntivo (αρσ. επίθ και ουσ)
ingiunzione (θηλ.ουσ)
ingiuria (θηλ.ουσ)
ingiuriare (ρ. μτβ.)
ingiuriarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingiurioso (επίθ.)
ingiustificabile (επίθ.)
ingiustificato (επίθ.)
ingiustizia (θηλ.ουσ)
ingiusto (ουσ αρσ )
ingiusto (επίθ.)
inglese (ουσ αρσ και θηλ.)
inglese (επίθ.)
inglesismo (ουσ αρσ )
inglobare (ρ. μτβ.)
inglorioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---