Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingioiellato  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inʤojelˈlato]

καταστόλιστος με πολύτιμες πέτρες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingioiellarsi ingiù  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inginocchiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inginocchiato (επίθ.)
inginocchiatoio (ουσ αρσ )
ingioiellare (ρ. μτβ.)
ingioiellarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingioiellato (επίθ.)
ingiù (επίθ.)
ingiudicato (επίθ.)
ingiungere (ρ. μτβ.)
ingiuntivo (αρσ. επίθ και ουσ)
ingiunzione (θηλ.ουσ)
ingiuria (θηλ.ουσ)
ingiuriare (ρ. μτβ.)
ingiuriarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingiurioso (επίθ.)
ingiustificabile (επίθ.)
ingiustificato (επίθ.)
ingiustizia (θηλ.ουσ)
ingiusto (ουσ αρσ )
ingiusto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---