Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inginocchiatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inʤinokkjaˈtojo]

1 πάγκος γονατίσματος εκκλησίας (καθολικών)
2 καρέκλα χωρίς μπράτσα
3 προσκυνητάρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inginocchiato ingioiellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingigantirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingigliare (ρ. μτβ.)
inginocchiamento (ουσ αρσ )
inginocchiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inginocchiato (επίθ.)
inginocchiatoio (ουσ αρσ )
ingioiellare (ρ. μτβ.)
ingioiellarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingioiellato (επίθ.)
ingiù (επίθ.)
ingiudicato (επίθ.)
ingiungere (ρ. μτβ.)
ingiuntivo (αρσ. επίθ και ουσ)
ingiunzione (θηλ.ουσ)
ingiuria (θηλ.ουσ)
ingiuriare (ρ. μτβ.)
ingiuriarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingiurioso (επίθ.)
ingiustificabile (επίθ.)
ingiustificato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---