ItalianoGreco


inginocchiatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inʤinokkjaˈtojo]

1 πάγκος γονατίσματος εκκλησίας (καθολικών)
2 καρέκλα χωρίς μπράτσα
3 προσκυνητάρι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---