Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingioiellàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [inʤojelˈlare] 1 διακοσμώ 2 κοσμώ 3 στολίζω 4 πλουμίζω 5 διαμαντοστολίζω 6 στολίζω με κοσμήματα ingioiellarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [inʤojelˈlarsi] 1 φορώ τα κοσμήματά μου 2 στολίζομαι με κοσμήματα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |