Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingioiellàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inʤojelˈlare]

1 διακοσμώ
2 κοσμώ
3 στολίζω
4 πλουμίζω
5 διαμαντοστολίζω
6 στολίζω με κοσμήματα

ingioiellarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inʤojelˈlarsi]

1 φορώ τα κοσμήματά μου
2 στολίζομαι με κοσμήματα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inginocchiatoio ingioiellato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingigliare (ρ. μτβ.)
inginocchiamento (ουσ αρσ )
inginocchiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inginocchiato (επίθ.)
inginocchiatoio (ουσ αρσ )
ingioiellare (ρ. μτβ.)
ingioiellarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingioiellato (επίθ.)
ingiù (επίθ.)
ingiudicato (επίθ.)
ingiungere (ρ. μτβ.)
ingiuntivo (αρσ. επίθ και ουσ)
ingiunzione (θηλ.ουσ)
ingiuria (θηλ.ουσ)
ingiuriare (ρ. μτβ.)
ingiuriarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingiurioso (επίθ.)
ingiustificabile (επίθ.)
ingiustificato (επίθ.)
ingiustizia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---